11/20/2009

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ σε ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ, ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, ΦΥΛΑΚΕΣ

Η JURISTpress δημοσιεύει τις ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ στην ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ, ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ και ΦΥΛΑΚΕΣ, τις οποίες προωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΔΥΝΑΜΩΣΤΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΑΣ !
H ΦΩΝΗ ΣΑΣ ΕΧΕΙ ΔΥΝΑΜΗ !

Μπορείτε να ΣΧΟΛΙΑΣΕΤΕ τις προωθούμενες από το Υπουργείο τροποποιήσεις, μεμονωμένα ή όλες, προσθέτοντας το σχόλιό σας, και να διατυπώσετε απόψεις και προτάσεις.
Μπορείτε να ΣΤΕΙΛΕΤΕ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ (υπάρχει φόρμα επικοινωνίας στην ενότητα ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ του παρόντος site).

ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ που είναι κατά τη γνώμη σας αναγκαίες, για παραπέρα προώθηση (με τη φόρμα επικοινωνίας που υπάρχει στην ενότητα Επικοιωνία του παρόντος site).

Διαβάστε στη JURISTpress και τα άρθρα: ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ, ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, ΔΟΜΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΚΑΚΟΔΙΚΙΟΥΠΟΛΗ.



Προωθούμενες από το Υπουργείο ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ σε ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, ΦΥΛΑΚΕΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ


Α. ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ


ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ


Προτεινόμενη ρύθμιση:

Το άρθρο 282 παρ. 3 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:

Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι:
1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών.
2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα.
«3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους –εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν-, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για κακούργημα ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης για την οποία απειλείται στο νόμο ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης».
Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών, που μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες.»
«4. Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα, εάν παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 298”.
«5. Η παράγραφος 3 του παρόντος εφαρμόζεται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, εφόσον η πράξη για την οποία κατηγορείται απειλείται στο νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Η αδυναμία παροχής εγγύησης δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε προσωρινή κράτηση.»


Αιτιολογική Έκθεση:
1. Έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη στην ελληνική ποινική επιστήμη ότι από τη γενικότερη αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, απορρέουν ειδικότερα στο στάδιο της ανάκρισης οι ακόλουθες βασικές αρχές:
αα) Η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία η αντίστοιχη ανακριτική δραστηριότητα οφείλει να λαμβάνει χώρα μόνον όταν -και καθόσον μέτρο- είναι αναγκαία για τη διερεύνηση των εγκλημάτων και την ανακάλυψη των δραστών τους. Η συγκεκριμένη αρχή κινείται σε διπλή κατεύθυνση: αφενός στην επιβολή προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων, μόνον όταν τα μέτρα τούτα είναι «απολύτως αναγκαία», αφετέρου στην προτίμηση του λιγότερου επαχθούς μέτρου και επιλογή του επαχθέστερου μέτρου μόνον όταν εκτιμάται ότι το πρώτο (λιγότερο επαχθές μέτρο) δεν είναι πρόσφορο στη συγκεκριμένη περίπτωση για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού.
ββ) Η αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου, η οποία επιβάλλει στον ανακρίνοντα την προσεκτική στάθμιση των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης κατά την εφαρμογή των διάφορων εξαναγκαστικών μέτρων, ώστε ο κατηγορούμενος που τα υφίσταται να μην προσβάλλεται σε ουσιώδη έννομα αγαθά του με τρόπο αφόρητο σε βαθμό αδικαιολόγητο.
γγ) Η αρχή της αναγκαίας αναλογίας, σύμφωνα με την οποία το λαμβανόμενο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού πρέπει να τελεί σε ευθέως ανάλογη σχέση με τη βαρύτητα του φερομένου ως τελεσθέντος εγκλήματος, χωρίς, βέβαια, η βαρύτητα αυτή από μόνη της να αρκεί για την επιβολή του μέτρου.
δδ) Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων. Το ουσιαστικό νόημα τούτης έγκειται στο ότι όσο σοβαρότερο είναι το μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος του κατηγορουμένου, τόσο περισσότερες ενδείξεις θα πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί. Έτσι, κατ’ άρθρο 282 ΚΠΔ, για την επιβολή περιοριστικών όρων ή προσωρινής κρατήσεως αναγκαία είναι η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής.
2.Υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων διαμορφώνεται η αντίληψη ότι η επιβολή των περιοριστικών όρων, αντί της προσωρινής κράτησης, είναι επιβεβλημένη σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η προσφορότητά τους για την υλοποίηση των κοινών με την προσωρινή κράτηση σκοπών. Έτσι, προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται -εφόσον βεβαίως, συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις επιβολής της- μόνον εφόσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ρητά ως ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής προδικασίας. Η σχέση προτεραιότητας των περιοριστικών όρων έναντι της προσωρινής κρατήσεως παραμένει αναλλοίωτη και στο πλαίσιο του σημερινού νομοθετικού καθεστώτος και εισάγεται ρητά ανάγκη διπλής αιτιολόγησης της επιλογής του επαχθέστερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Η ανάγκη ρητής, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την οποία θα προκύπτει με σαφήνεια η απροσφορότητα των περιοριστικών όρων θα προηγείται της αντίστοιχης αιτιολόγησης συνδρομής των προϋποθέσεων προσωρινής κράτησης. Έτσι, στο εξής θα πρέπει ρητά να αιτιολογείται για ποιο λόγο στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιβολή περιοριστικών όρων δεν ήταν πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 296 ΚΠΔ και στη συνέχεια να αιτιολογείται η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κράτησης.
3. Αναδιατυπώνονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής ή διατήρησης της προσωρινής κράτησης ως εξής:
α) Ο κίνδυνος φυγής. Το αντικειμενικό μοντέλο διάγνωσης του κινδύνου φυγής (ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής) διατηρείται και εξορθολογίζεται, αφού η ανάγκη διαπίστωσης των συγκεκριμένων προϋποθέσεων συνδέεται πλέον ρητά με τη συναφή ανάγκη διαπίστωσης σκοπού φυγής του κατηγορουμένου. Η ανάγκη ρητής αιτιολόγησης του σκοπού φυγής του κατηγορουμένου το μεν υποδηλώνει ότι δεν αρκεί μόνο η διαπίστωση των λοιπών προϋποθέσεων για την επιβολή προσωρινής κράτησης, το δε είναι εναρμονισμένη με τους σκοπούς του άρθρου 296 ΚΠΔ.
β) Ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων.
Αναδιατυπώνεται και γίνεται αντικειμενικό το μοντέλο πιθανολόγησης του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων. Συγκεκριμένα: αα) Είναι ακριβές ότι η ορθή κριτική που είχε ασκηθεί στο παρελθόν για τη χρήση του αξιολογικού και αόριστου όρου του «ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη» είχε οδηγήσει στη διατύπωση του κριτηρίου των «ειδικώς μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών της προηγούμενης ζωής του». Ήδη το κριτήριο αυτό αντικαθίσταται από μια σαφέστερη και ευχερώς αποδείξιμη προϋπόθεση: τη διαπίστωση «προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών για κακούργημα». Έτσι, ως πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του δράστη δεν επιτρέπεται να αξιολογούνται συμπεριφορές αποκλίνουσες ή συγκλίνουσες σε κοινωνικά μοντέλα, ή συμπεριφορές προκύπτουσες έμμεσα από εγκληματολογικά δελτία ή άδηλα από αόριστες πληροφορίες, αλλά μόνο ειδικά περιστατικά που έχουν ποινική απαξία και είναι πραγματικά (υπαρκτά στον εμπειρικό κόσμο), αφού αποτυπώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Είναι σαφές ότι για την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου δεν αρκεί μόνη η διαπίστωση των προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών, αλλά, επιπλέον, απαιτείται να διαλαμβάνεται σε ειδική αιτιολογία η αξιοποίηση των αιτιακών όρων, που απορρέουν από το ως άνω ποινικό παρελθόν, και δικαιολογούν την εγγύζουσα τη βεβαιότητα κρίση για τη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του στο μέλλον. ββ) Επαναλαμβάνεται η διατύπωση για το κριτήριο των «συγκεκριμένων χαρακτηριστικών» της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης καθώς και του κριτηρίου των «ιδιαίτερων» χαρακτηριστικών της, έτσι ώστε εμφατικά να τονιστεί ότι απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων στοιχείων που να προσδίδουν ιδιαιτερότητα στην πράξη. Το εύρος εφαρμογής του συγκεκριμένου κριτηρίου περιορίζεται πλέον μόνο στα πολύ σοβαρά κακουργήματα, δηλαδή εκείνα για τα οποία απειλείται στο νόμο ποινή ισόβιας κάθειρξης, πρόσκαιρης κάθειρξης (5 – 20 έτη) ή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών (10-20 έτη), ενώ ρητά αποκλείονται από τα κακουργήματα τα ηπιότερα, δηλαδή τα απειλούμενα με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι δέκα ετών (5-10 έτη).
4. Αναδιατυπώνονται οι προϋποθέσεις επιβολής ή διατήρησης προσωρινής κράτησης στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή. Προβλέπεται ρητά ότι πρόκειται για «εντελώς εξαιρετική» περίπτωση και εισάγεται ομοίως ανάγκη διπλής αιτιολογίας από την οποία θα προκύπτει και για ποιο λόγο κρίνεται ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και για ποιο λόγο κρίνεται αναγκαία η επιβολή προσωρινής κράτησης. Τέλος, προσδιορίζεται το αντικειμενικό κριτήριο της «υποψίας φυγής» σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.


Προτεινόμενη ρύθμιση:

Το άρθρο 296 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
Ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.

Αιτιολογική Έκθεση:
Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 296 ΚΠΔ σκοποί, για την επίτευξη των οποίων ήταν δυνατόν να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, αφορούσαν μέχρι σήμερα αποκλειστικά την εξασφάλιση αφενός της παρουσίας του κατηγορουμένου (αυτοπρόσωπης ή μη) στην ποινική διαδικασία και αφετέρου της δυνατότητας εκτέλεσης της απόφασης. Έτσι, όμως, δημιουργείται η εντύπωση ότι οι σκοποί αυτοί δεν ταυτίζονται με τους αναγραφόμενους στο άρθρο 282 παρ. 3 ΚΠΔ σκοπούς της προσωρινής κράτησης, αφού στους τελευταίους ρητά συμπεριλαμβάνεται (σε ό,τι αφορά στα κακουργήματα) και ο εγκληματοπροληπτικός σκοπός της παρεμπόδισης νέων εγκλημάτων. Για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαία η αντικατάσταση του άρθρου 296 ΚΠΔ έτσι ώστε οι σκοποί των περιοριστικών όρων να ταυτίζονται με εκείνους που περιγράφονται στο άρθρο 282 παρ. 3 για τα κακουργήματα. Είναι προφανές ότι η προσθήκη αυτή δεν αφορά στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για εγκληματοπροληπτικό σκοπό παρεμπόδισης νέων εγκλημάτων όταν το κρινόμενο έγκλημα είναι έγκλημα από αμέλεια.



Β. ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

Προτεινόμενη ρύθμιση:
Στο άρθρο 30 του ν. 3459/2006 προστίθεται παράγραφος 6, η οποία έχει ως εξής:
6. Ο κατά νόμο ποινικός χαρακτήρας των πράξεων που τελέστηκαν από δράστη, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, κρίνεται με βάση την απειλούμενη στις παραγράφους 4 στοιχ. β΄ και γ΄ ποινή.

Σημείωση:
Το άρθρο 30 περιέχει τις ρυθμίσεις για τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών που υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση.
Η παρ. 4 προβλέπει τα ακόλουθα:
4. Δράστης, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, αν είναι υπαίτιος τέλεσης:
α. Της πράξης του άρθρου 29 παρ. 1 παραμένει ατιμώρητος και εφαρμόζονται σε αυτόν οι διατάξεις του άρθρου 32.
β. Των πράξεων του άρθρου 20 παρ. 1 περιπτώσεις β`, στ`, ζ`, η`, ι` και ιβ` τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή πεντακοσίων ενενήντα (590) έως δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 21 ή επιβαρυντική περίσταση των άρθρων 23 και 23Α τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή οκτακοσίων ογδόντα (880) έως εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
γ. Των πράξεων των άρθρων 20 παρ. 1 περιπτώσεις α`, γ`, δ`, ε`, θ`, ια`, ιγ` ή 22 τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή πεντακοσίων ενενήντα (590) έως είκοσι εννέα χιλιάδων (29.000) ευρώ και αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 21 ή επιβαρυντική περίσταση των άρθρων 23 και 23Α τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη και χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) έως διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ.

Αιτιολογική Έκθεση:
Με τη συγκεκριμένη διάταξη ορίζεται ότι ο χαρακτηρισμός της πράξης που τελέστηκε από δράστη, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 (εξαρτημένος χρήστης), σύμφωνα με την τριμερή διάκριση που ακολουθεί ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας, κρίνεται με βάση το ανώτερο όριο της ποινής που απειλεί ο νόμος. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη εναρμονίζεται με την πρόβλεψη του άρθρου 19 εδαφ. α΄ του ΠΚ σύμφωνα με την οποία «αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι’ αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83». Έτσι, επιλύεται πλέον νομοθετικά το ζήτημα που δημιουργήθηκε σε σχέση με τον ποινικό χαρακτήρα των πράξεων που τελέστηκαν από εξαρτημένο χρήση και απειλούνται στο νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, το οποίο απασχόλησε έντονα τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία.


Προτεινόμενη ρύθμιση:

Άρθρο 40

Έκτιση ποινών εμπόρων ναρκωτικών
Όσοι καταδικάσθηκαν, υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις των άρθρων 23 και 23 Α του παρόντος, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης εφόσον έχουν εκτίσει τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 επ. ΠΚ.

Αιτιολογική Έκθεση:
1. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είχε δημιουργήσει μια διαφορετική κατηγορία καταδίκων, η οποία είχε σημείο αναφοράς το είδος του εγκλήματος για το οποίο είχαν καταδικαστεί και όχι το ύψος της ποινής που τους είχε επιβληθεί. Ήταν, ωστόσο, φανερό ότι το είδος του εγκλήματος για το οποίο είχαν καταδικαστεί και η συναφής βαρύτητά του είχαν ήδη κριθεί από το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της επιμέτρησης της ποινής (άρθρο 79 ΠΚ) που είχε επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Το δικαστήριο επιβάλλοντας ποινή για οποιοδήποτε είδος εγκλήματος, λαμβάνει υπόψη του, κατά νόμο, και τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του δράστη. Με εξαίρεση την περίπτωση των τρομοκρατικών πράξεων (άρθρο 187 Α παρ. 1. ΠΚ) για κανένα έγκλημα δεν υπάρχει μετά από τα στάδιο αυτό διαφοροποίηση ως προς τις προϋποθέσεις της απόλυσης υπό όρο ακόμη και όταν αυτό είναι πολύ σοβαρό και η ποινή που έχει επιβληθεί στο δράστη είναι ιδιαίτερα υψηλή. Έτσι, για παράδειγμα, στον κανόνα του άρθρου 105 ΠΚ υπάγονται και οι περιπτώσεις ανθρωποκτονίας από πρόθεση, εγκληματικής οργάνωσης, ομαδικού βιασμού, αποπλάνησης παιδιών, σωματεμπορίας, παιδικής πορνογραφίας κατ’ επάγγελμα κ.λπ. Είναι δηλαδή φανερό ότι τη βαρύτητα του εγκλήματος προσδιορίζει η απειλούμενη στο νόμο ποινή, ενώ η βαρύτητα της ποινής που θα εκτιθεί προσδιορίζεται από την απόφαση του δικαστηρίου, τόσο ως προς το είδος της ποινής που επέβαλε όσο και ως προς τη χρονική της διάρκεια.
2. Παράλληλα, σε σχέση με τη νομοθεσία για τα ναρκωτικά, από την αρχή επισημάνθηκε στη θεωρία ότι η διαμόρφωση κρατουμένων πολλαπλών ταχυτήτων εξόδου από το σωφρονιστικό κατάστημα, έμμεσα αλλά με σαφήνεια αναιρεί την κυρωτική ισότητα που η ίδια η εκτιόμενη ποινή θεμελιώνει, εκ του είδους της και της χρονικής της διάρκειας. Εξάλλου, επισημάνθηκε και η -προκληθείσα με την διάταξη που καταργείται- λειτουργική παραμόρφωση του θεσμού της απόλυσης υπό όρο, αφού τα μεγέθη της ειδικής πρόληψης και της αρχής της ενοχής που έπρεπε να τον νοηματοδοτούν είχαν δώσει τη θέση τους σε μια γενικοπροληπτική χρησιμοποίηση των καταδίκων ως μέσου αποτροπής της τελέσεως νέων εγκλημάτων. Είναι, τέλος, σαφές ότι όταν ο κατηγορούμενος χρησιμοποιείται με τη μορφή εκφοβιστικού παραδείγματος για πολλούς άλλους, η μεταχείρισή του τον υποβιβάζει σε απλό μέσο για τη συνέτιση των άλλων πολιτών και, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν αναιρούσε ολοκληρωτικά τη δυνατότητα απόλυσης υπό όρο, ο πρόδηλος γενικοπροληπτικός χαρακτήρας της μπορεί να μην παραβίαζε τυπικά την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, αλλά πλησίαζε την ουσιαστική παραβίασή της. Με την κατάργηση της συγκεκριμένης διάταξης επανερχόμαστε σε ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο για τους δράστες όλων των εγκλημάτων και τούτο το κανονιστικό πλαίσιο είναι συστηματικά ενταγμένο στον Ποινικό Κώδικα. Έτσι, απόλυση υπό όρο για όλους τους καταδικασθέντες για παράβαση του νόμου 3459/2006 είναι δυνατή με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 επ. του ΠΚ, δηλαδή με βάση τις διατάξεις που ισχύουν για όλους τους καταδικασθέντες ανεξάρτητα από το είδος του εγκλήματος που τέλεσαν.
3. Μοναδική εξαίρεση, από το σύστημα απόλυσης υπό όρο των άρθρων 105 επ. ΠΚ, στη νέα ρύθμιση παραμένει η περίπτωση καταδίκης για ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις εμπορίας ναρκωτικών (μεγαλέμποροι), για τις οποίες το δικαστήριο επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η εξαίρεση αυτή εναρμονίζεται με την εξαίρεση του άρθρου 187 α ΠΚ σύμφωνα με την οποία «αν επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 μέχρι 110, εφόσον ο καταδικασθείς έχει εκτίσει ποινή είκοσι πέντε ετών».


Προτεινόμενη ρύθμιση:

Το άρθρο 42 παρ. 2 εδάφ. Β΄ του Ν. 3459/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
β) Η κρίση για την επιβολή ή συνέχιση προσωρινής κράτησης πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει αν ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος.

Αιτιολογική Έκθεση:
Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση επιτυγχάνονται δύο ζητήματα: Πρώτον, καταργείται ο χρονικός περιορισμός, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν αίτηση του κρατουμένου για την άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης με περιοριστικούς όρους πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών από την έναρξη της προσωρινής κράτησης, ενώ σε περίπτωση απόρριψής της νέα αίτηση μπορούσε να υποβληθεί έναν (1) μήνα μετά την απόρριψη της προηγούμενης. Στο εξής εφαρμόζονται και εδώ οι ρυθμίσεις των άρθρων 282 επ. Κ.Π.Δ. Δεύτερον, προβλέπεται ρητά ότι για την επιβολή ή συνέχιση της προσωρινής κράτησης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, και επομένως θα πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία, των στοιχείων από τα οποία προκύπτει αν ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη εναρμονίζεται με την αντικατάσταση των άρθρων 282 παρ. 3 και 296 ΚΠΔ καθώς και με την προσθήκη της παραγράφου 6 του άρθρου 30 του Ν. 3459/2006.



Γ. ΦΥΛΑΚΕΣ

«1. Η στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία έχει καταγνωσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, εφόσον δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης και της πενταετούς κάθειρξης, μετατρέπεται, με αίτηση του καταδικασθέντος, σε χρηματική. Η αίτηση μετατροπής υποβάλλεται παραδεκτά εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και γίνεται δεκτή εκτός εάν, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, το δικαστήριο κρίνει, από την εν γένει συμπεριφορά του καταδικασθέντος, τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητά του, ότι η μετατροπή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων, ανάλογης βαρύτητας, αξιόποινων πράξεων. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και για τα εγκλήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 11 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και για τις ήδη συγχωνευθείσες ποινές, από τις οποίες η βαρύτερη δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη κατά τα ανωτέρω. Η προθεσμία για την άσκηση τυχόν προβλεπομένων κατά της καταδικαστικής αποφάσεως ενδίκων μέσων αναστέλλεται κατά το διάστημα από της υποβολής της ανωτέρω αιτήσεως μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως του δικαστηρίου περί της μετατροπής ή μη της ποινής. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το τυχόν ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως θεωρείται ως μη ασκηθέν.
2. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Το ελάχιστο ποσό της κατά την προηγούμενη παράγραφο μετατροπής ορίζεται, για κάθε ημέρα φυλάκισης, σε τρία (3) ευρώ. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα και της 50492/2008 (ΦΕΚ 1112 Β’) κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
3. Η κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων μετατραπείσα περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη φυλάκισης, μπορεί να μετατρέπεται περαιτέρω, με την ίδια ή μεταγενέστερη απόφαση του δικαστηρίου που αποφάσισε τη μετατροπή, σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από τον συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Εάν ο κατάδικος που παρέχει κοινωφελή εργασία έχει εκτίσει με τον τρόπο αυτό τα τρία πέμπτα της ποινής του, μπορεί να τύχει απόλυσης υπό όρο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 επ. ΠΚ».

Αιτιολογική Έκθεση:
1. Στο πρόσφατο παρελθόν δύο φορές έγινε προσπάθεια άμεσης αποσυμφόρησης των φυλακών. Η πρώτη με το Ν. 3727/18.12.2008 και η δεύτερη με το Ν. 3772/10.7.2009. Η περιγραφική αστοχία της πρώτης προσπάθειας (βλ. υπό κεφάλαιο Γ, άρθρο 16) αντί να επιλύσει προβλήματα δημιούργησε ένα σοβαρό ζήτημα που αφορούσε στους ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών, αφού στην οικεία ρύθμιση δεν διευκρινιζόταν αν στην περιοριστική της ελευθερίας ποινή, η οποία δεν υπερέβαινε τα πέντε έτη, υπαγόταν και η κάθειρξη των πέντε ετών. Την παραπάνω αστοχία επιχείρησε να διορθώσει ο επόμενος νόμος (βλ. υπό κεφάλαιο Β, άρθρο 14) κάνοντας ρητά μνεία και για την πενταετή κάθειρξη και αντικαθιστώντας την 10.7.2009 την αντίστοιχη διάταξη του προηγούμενου νόμου από τότε που η τελευταία είχε ισχύσει, δηλαδή από 18.12.2008 (άρθρο 14 ν. 3772/2009: «το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 3727/2008, αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής»). Το πρακτικό αποτέλεσμα της χορήγησης προθεσμίας εννέα μηνών, τον μήνα Ιούλιο του 2009, με προσδιορισμένη αφετηρία μέτρησης της συγκεκριμένης προθεσμίας τον μήνα Δεκέμβριο του 2008, δηλαδή χορήγησης προθεσμίας που είχε αρχίσει επτά μήνες πριν από τη δημοσίευση του νόμου που έδιδε τη συγκεκριμένη προθεσμία, γίνεται εύκολα αντιληπτό. Με τον τρόπο αυτό κατάδικοι των οποίων η σχετική αίτηση είχε απορριφθεί κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, οπότε είχε επικρατήσει η άποψη ότι η πενταετής κάθειρξη δεν υπαγόταν στις περιπτώσεις του άρθρου 16 του ν. 3727/2008, διαπίστωσαν τον μήνα Ιούλιο του 2009 ότι κακώς είχε ήδη απορριφθεί η αίτησή τους (αφού φερόταν ότι ίσχυε κατά το στάδιο της απόρριψης της αίτησής τους νόμος, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν ίσχυε στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα), ενώ, παράλληλα, και ο χρόνος έκδοσης του νεότερου νόμου είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί από τους καταδίκους που επιθυμούσαν να κάνουν χρήση του σχετικού ευεργετήματος να απωλέσουν τη σχετική προθεσμία, αφού δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθούν ούτε ότι ένας νόμος που εκδόθηκε το μήνα Ιούλιο του 2009 φερόταν ότι ίσχυε, ως προς τις προθεσμίες που έθετε, από το μήνα Δεκέμβριο του 2008 ούτε ότι ένας νόμος που έκανε λόγο για εννέα μήνες στην πραγματικότητα έδιδε δύο μήνες προθεσμίας. Για το λόγο αυτό δίνεται για τελευταία φορά -και για μία μόνο φορά-, η δυνατότητα μετατροπής όλων των ποινών που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης και της πενταετούς κάθειρξης, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση εντός δύο μηνών από την έκδοση του παρόντος νόμου, ανεξάρτητα από το πότε θα προσδιοριστεί το δικαστήριο που θα κρίνει τη σχετική αίτηση και ανεξάρτητα από το πότε θα εκδικαστεί τελικά η αίτηση αυτή.
2. Επειδή, ωστόσο, είναι σαφές ότι το μέτρο θα αδικούσε εκείνους από τους καταδικασμένους, οι οποίοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν το ποσό της μετατροπής της ποινής τους, προβλέπεται ρητά, ειδικά για την περίπτωση που η μετατραπείσα με τη συγκεκριμένη διαδικασία ποινή δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη φυλάκισης, ότι οι τελευταίοι μπορούν με αίτησή τους να μετατρέψουν περαιτέρω, την μετατραπείσα σε χρήμα ποινή τους, σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας. Προβλέπεται, εξάλλου, για πρώτη φορά η δυνατότητα απόλυσης υπό όρο και στην περίπτωση της μετατροπής της ποινής σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αφού έχει παρατηρηθεί ότι ένας από τους λόγους που οι κατάδικοι δεν επιθυμούν να υπαχθούν σε καθεστώς ποινής παροχής κοινωφελούς εργασίας είναι ότι, παρά το γεγονός ότι η τελευταία εκτίεται σε καθεστώς ελευθερίας, η ποινή τους εκτίεται ολόκληρη. Το ότι η πραγματική έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής στην πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει τους καταδίκους, εξαιτίας της απόλυσης υπό όρο στα 2/5/ της ποινής τους, σε συντομότερο χρονικό διάστημα σε καθεστώς ελευθερίας, θα προσεχθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής αναμόρφωσης του θεσμού της «ποινής παροχής κοινωφελούς εργασίας», η οποία επίκειται, έτσι ώστε πραγματικά να δοθούν κίνητρα επιλογής στους καταδικασθέντες σε μικρές ποινές φυλάκισης.