11/27/2009

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: Βραδύτητα και δυσλειτουργίες.

[Σημείωση: Eπειδή ζητιέται ιδιαίτερα τόσο από τους Νομικούς όσο και από τους Πολίτες ως αγαπημένο ανάγνωσμα αναδημοσιεύεται στην πρώτη θέση το άρθρο "ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: Βραδύτητα και δυσλειτουργίες".
Διαβάστε και τα ΝΕΑ άρθρα:
ΤΑ "ΜΑΡΜΑΡΑ" ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΤΕΛΟΣ ΣΤΗ ΒΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ -
- ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

καθώς και τις ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ στο Νομοσχέδιο για την τροποποίηση του ΚΠΔ, για τα ναρκωτικά και τις φυλακές.]



ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: Βραδύτητα και δυσλειτουργίες.

Η μεγάλη βραδύτητα και η δυσλειτουργία της απονομής της Δικαιοσύνης δημιουργεί μια κατάσταση όπου αυτός που έχει δίκιο φοβάται και αυτός που έχει άδικο ελπίζει !
Όλοι γνωρίζουν ότι το πρόβλημα της επιβράδυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης είναι πρόβλημα δομικό και λειτουργικό. Συνεπώς δεν λύνεται, όπως δεν λύνεται κανένα δομικό πρόβλημα, με αποσπασματικές και ευκαιριακές νομοθετικές ρυθμίσεις και κυρίως δεν λύνεται με εξαγγελίες καλών προθέσεων.
Είναι αυτονόητο ότι η σύσταση αμοιβόμενων επιτροπών και παραεπιτροπών δεν λύνει βέβαια τα προβλήματα. Επισωρεύει προβλήματα στους φορολογούμενους, που πρέπει να πληρώνουν το κόστος των επιτροπών ! Άλλωστε είναι γνωστό πως ο καλλίτερος τρόπος
για να μη λύνεις στην πραγματικότητα ένα προβλημα είναι να συνιστάς μια επιτροπή !
Αυτό που ελλείπει (όπως και σε όλους τους τομείς του ελληνικού κράτους) είναι ένα στρατηγικό σχέδιο (strategic plan), με έμπνευση και ρεαλισμό, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και θα συναντιμετωπίζονται όλοι οι πραγματικοί παράγοντες και οι καταλυτικές παράμετροι δυσλειτουργίας του συστήματος.
Το αποτέλεσμα των ελλείψεων και παραλείψεων της Πολιτείας είναι ότι οι πολίτες φραστικά μεν δηλώνουν ότι “έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δκαιοσύνη” φτάνει να μη χρειάζεται να προσφύγουν ενώπιόν της !
Η βραδύτητα της Δικαιοσύνης αποτελεί, εκτός των άλλων, και δευτερογενή παράγοντα επίτασης και έντασης της εγκληματικότητας. Η πρόληψη του εγκλήματος και της εγκληματικότητας δεν συναρτάται κυρίως με την αυστηρότητα των ποινών, όπως προβάλλουν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, που προτείνουν ως μόνο μέσο (δήθεν) “αντεγκληματικής πολιτικής” την αυστηροποίηση των ποινών, αλλά εξαρταται καθοριστικά από την βεβαιότητα και την αμεσότητα της ποινικής καταστολής.
Εάν η τιμώρηση ενός εγκλήματος καθυστερεί πέντε και δέκα και παραπάνω χρόνια, ποια εγκληματοπροληπτική επίδραση μπορεί να έχει η λειτουργία ενός συστήματος Δικαιοσύνης, που με την καθυστέρησή του δίνει εντύπωση “ατιμωρησίας” ;
Συνήθως επισημαίνονται “τεχνολογικά αίτια” και “ποσοτικά αίτια” της επιβράδυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης, τα οποία βεβαίως είναι υπαρκτά. Βεβαίως εφόσον ελλείπουν δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι, ελλείπει η αναγκαία μηχανοργάνωση των Δικαστηρίων και οι αναγκαίες υλικές και τεχνικές υποδομές, η απονομή της Δικαιοσύνης επιβραδύνεται.
Όμως δυστυχώς τα αίτια της δυσλειτουργίας του συστήματος της Δικαιοσύνης είναι πολύ βαθύτερα (αίτια βαθιάς δομής) και δεν λύνονται μαγικά με τεχνολογικό τρόπο ! Υπάρχουν παράγοντες,που συλλειτουργούν στη βαθιά δομή και επηρεάζουν καταλυτικά την όλη λειτουργία του συστήματος της Δικαιοσύνης.
Πρέπει κάποτε να σταθούμε απέναντι στα βαθιά δομικά αίτια και να τα κοιτάξουμε κατάματα, όσο κι αν δεν είναι δημοφιλή, και να πούμε κάποτε ΑΛΗΘΕΙΑ. Βέβαια ο καθρέφτης της Αλήθειας έχει το δυσάρεστο μειονέκτημα ότι μας απεικονίζει και μας σαν παράγοντες του προβλήματος !
Στη ρίζα της επιβράδυνσης των υποθέσεων βρίσκεται ένα ουσιαστικό έλλειμμα Νομικής Παιδείας όλων των παραγόντων της δικαστικής διαδικασίας. Αυτό είναι ένα δομικό αίτιο πολλών δυσλειτουργιών του Ελληνικού κράτους.
Μετά από τέσσερα με πέντε χρόνια νομικών σπουδών, ένα με δύο χρόνια για μεταπτυχιακά στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, διδακτορικά και άλλους “ευαγείς τίτλους” και μεγάλο διάστημα ανούσιας άσκησης για την άδεια της δικηγορίας, δικηγόροι, χωρίς δική τους ουσιαστικά ευθύνη αλλά με πλήρη ευθύνη του Ελληνικού (τύπου) συστήματος “νομικής παιδείας”, είναι, στην μεγάλη πλειοψηφία τους, εντελώς ανέτοιμοι να συντάξουν μια ορθή μήνυση ή μια ορθή αγωγή και να αναλάβουν υπεύθυνα και να χειρισθούν μια υπόθεση.
Όμοια δικαστές, χωρίς δική τους ουσιαστικά ευθύνη αλλά με πλήρη ευθύνη του Ελληνικού (τύπου) συστήματος “νομικής παιδείας”, δεν διαθέτουν τις απόλυτα αναγκαίες γνώσεις για να διευθύνουν σωστά και λειτουργικά μια διαδικασία και να κρίνουν και να αποφασίσουν ορθά, αποτελεσματικά και κατά τρόπο που να πείθει αδιαμφισβήτητα τους πολίτες για το κύρος της απόφασής τους. Η διεύθυνση της διαδικασίας, που είναι το λειτουργικό κέντρο της δικαστικής διαδικασίας- η λειτουργική καρδιά της, επαφίεται ουσιαστικά στο ταλέντο και στην φιλοτιμία των δικαστών.
Το έργο των δικαστών απαιτεί, εκτός των άλλων, και πλήρη και ενδελεχή γνώση ευρύτατου φάσματος νομικών θεμάτων και ζητημάτων και εφαρμοστέων νόμων, ώστε ο δικαστής να μπορεί να εφαρμόσει ορθά τον κατάλληλο νόμο σε κάθε πραγματική περίπτωση που κρίνει. Εφοδίασε όμως το Ελληνικού τύπου σύστημα “νομικής παιδείας” τους δικαστές με τις αναγκαίες νομικές γνώσεις, ώστε να γνωρίζουν άριστα τα νομικά θέματα και ζητήματα, που μπορεί να προκύψουν σε κάθε δίκη, και μάλιστα στις ποινικές δίκες, που έχουν την αμεσότητα του ακροατηρίου, καθώς και τους πολυποίκιλους νόμους, που καλούνται να εφαρμόσουν, ώστε να μπορούν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα να διεκπεραιώνουν τις δίκες ;
Δυσλειτουργική απόρροια αυτού του ελλείμματος γνώσης είναι το γνωστό φαινόμενο, όταν υποβάλλονται νομικές ενστάσεις, αυτοτελείς ισχυρισμοί και νομικά επιχειρήματα από συνηγόρους, ορισμένοι δικαστές να προσπαθούν να αποφύγουν την κρίση, δηλαδή να προσπαθούν να αρνησιδικήσουν (!), με “επιχειρήματα” του τύπου “αυτά τα ξέρουμε”, “δεν θα μας κάνετε μάθημα”, “πάρτε πίσω την ένσταση” κλπ, που εκθέτουν κατάφωρα την Ελληνική Δικαιοσύνη και το δικαστικό σώμα στα μάτια των συλλειτουργών της αλλά και των Πολιτών, στο όνομα των οποίων η Δικαιοσύνη απονέμεται και για χάρη των οποίων υπάρχει, κατά το Σύνταγμα. Αντί οι συγκεκριμένοι δικαστές να θεωρούν τους νομικούς ισχυρισμούς την σημαντικότερη ευκαιρία της καριέρας τους για να επιδείξουν τις νομικές γνώσεις τους και τη νομική εγκράτεια και επάρκειά τους).
΄Ετσι οι υποθέσεις χρονοτριβούν και καρκινοβατούν και διεκπεραιώνονται με βραδύτητα.
Δικηγόροι από την άλλη πλευρά, αντί να επιζητούν να μάθουν ουσιαστικά και να εμβαθύνουν στην Δικηγορία, να γνωρίζουν άριστα το Δίκαιο και την εφαρμογή του στη Νομική Πράξη, να μελετούν Επιστημονικά Περιοδικά και Επιστημονικά Βιβλία, να δομούν σωστά νομικούς ισχυρισμούς και νομικά επιχειρήματα, που είναι ο μόνος τρόπος για να πετύχουν στην καριέρα τους, “τα ξέρουν όλα” με το που πήραν την άδειά τους (!), επιδίδονται σε ερασιτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς, δεν ασχολούνται με την απολύτως αναγκαία για τον Δικηγόρο συνεχιζόμενη εκπαίδευση και δια βίου μάθηση, δεν διαβάζουν γενικά και μάλιστα τις δικογραφίες και αδυνατούν να χειρισθούν ορθά τις υποθέσεις στα ακροατήρια.
Έτσι αντί να συμβάλλουν στην προαγωγή της δίκης επιδίδονται σε ανούσιες χρονοτριβές και μεγαλοσχήμονες φωνασκίες προς πρόσκαιρη κατανάλωση των πελατών τους (“μπορεί να πήρα ισόβια αλλά ο δικηγόρος μου τους τάπε”).
Είναι γεγονός ότι η καθαρογραφή των αποφάσεων χρονοτριβεί καταλυτικά. Οι προεδρεύοντες δικαστές όμως για να γράφουν τις αποφάσεις με ταχύτητα αλλά και με την αναγκαία για δικαστικές αποφάσεις νομική και πραγματολογική ορθότητα και ευστοχία πρέπει να γνωρίζουν να γράφουν ορθά αποφάσεις. Τους εφοδίασε όμως το Ελληνικό (ελληνικού τύπου !) σύστημα “νομικής παιδείας” με τις αναγκαίες γνώσεις για να γράφουν αποφάσεις ;
Συμπέρασμα: Χωρίς ουσιαστική, πλήρη και ενδελεχή Νομική Παιδεία και Εκπαίδευση, ήδη από τις Νομικές Σχολές, που είναι η πραγματική ρίζα του προβλήματος, τις οποίες χρυσοπληρώνει από το υστέρημά του ο Ελληνικός λαός (Προσοχή: η Ελληνική “ανώτατη παιδεία” ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ! την χρυσοπληρώνουν όλοι οι φορολορούμενοι πολίτες μέσω του προϋπολογισμού) και χωρίς συνεχιζόμενη εκπαίδευση και δια βίου μάθηση δεν πρόκειται να επέλθει καμιά βελτίωση στην λειτουργία του συστήματος της Δικαιοσύνης ακόμη και αν “βελτιωθούν” όλες οι άλλες συνθήκες στα Ελληνικά Δικαστήρια.
Δεν είναι όμως μόνον το καταλυτικό έλλειμμα Νομικής Παιδείας αλλά και το καθοριστικό έλλειμμα νόμων ! Δεν εννοώ βέβαια ότι ελλείπουν ποσοτικά νόμοι (εντελώς αντίθετα: το Ελληνικό κράτος έχει ανεκκαθάριστους ισχύοντες νόμους αιώνων !).
Εννοώ ότι υπάρχει σημαντικό ποιοτικό έλλειμμα νόμων.
Η Ελληνική νομοθεσία είναι μια ιλαροτραγική αλόγιστη και ακαταλόγιστη υπερσυσσώρευση υπερπληθώρας ποιοτικά ελλειμματικών νόμων !
Η αφόρητη πολυνομία και η κατάφωρη κακονομία είναι ένα αλλο βαθύ αίτιο της δυσλειτουργίας του συστήματος της Δικαιοσύνης.
Νόμοι ασαφείς, πρόχειροι, ευκαιριακοί, αποσπασματικοί, ανύπαρκτης ή χαμηλής ποιότητας ταλανίζουν τους Νομικούς. Ένας τρελός χορός από νόμους όχι μόνον των δεκαετιών του ‘60 και του ‘50 αλλά και της κατοχής, του 1940, του 1930, του 1900, του 19ου αιώνα ισχύουν σαν ιστορικά απολιθώματα σαν να μην πέρασαν τα χρόνια και οι αιώνες και σαν να μη βρισκόμαστε στην τρίτη χιλιετία της ζωής της ανθρωπότητας.
Νόμοι μεγάλοι και μικροί, σε διάφορα μεγέθη και διάφορες συσκευασίες, για διάφορα θέματα, πιθανά και απίθανα, επίκαιρα και ανεπίκαιρα, πρέπει να εφαρμόζονται από δικαστές και εισαγγελείς, που είναι εξ ορισμού αδύνατο να τους γνωρίζουν, σε μια χώρα όπου “άγνοια νόμου δεν συγχωρείται” ούτε στους πολίτες, η οποία προχωρεί σαν το καβούρι ολοταχώς προς τα πίσω !
Οι χρησμοί του Μαντείου των Δελφών ήταν ασύγκριτα σαφέστεροι και καθαρότεροι από την Ελληνική νομοθεσία.
Το μεγαλύτερο μέρος των ποινικών υποθέσεων αφορούν Ειδικούς Ποινικούς Νόμους, για χιλιάδες θέματα, που είναι αδύνατο να τους γνωρίζει ακόμη και εξειδικευμένες Νομικός.
Η Πολιτεία έχει μεταβάλει τους έλληνες δικαστές, απαξίως προς την σπουδαιότητα του λειτουργήματός τους, σε “εισπράκτορες” ασφαλιστικών ταμείων, “εισπράκτορες” των ΔΟΥ, “εισπράκτορες” του Δημοσίου, “ελεγκτές πολεοδομικών παραβάσεων” κλπ.
Οι δικαστές και οι εισαγγελείς ασφυκτιούν λειτουργικά και ψυχολογικά να δικάζουν χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία, στο ΙΚΑ, στο ΤΕΒΕ, στις Εφορίες, να ελέγχουν πολεοδομικές παραβάσεις σπιτιών και καταστημάτων κλπ.
Αυτή η κατάσταση υποβιβάζει και απαξιώνει τον δικαστή και τον μετατρέπει σε έναν “επικουρικό υπάλληλο” των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά.
Έτσι ο δικαστής και ο εισαγγελέας αναγκάζεται να φέρει αγόγγυστα (γιατί δεν μπορεί να απεργήσει !) το βάρος της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών, που οι υπάλληλοί τους απεργούν συνήθως για τις οικονομικές απολαβές τους αλλά όχι με θεσμικά αιτήματα για την καλλίτερη λειτουργία των υπηρεσιών τους προς όφελος και των απόντων εργοδοτών τους, δηλαδή των φορολογουμένων πολιτών.
Κάποιος επί τέλους πρέπει να πάρει την απόφαση για αποποινικοποίηση αυτών των πράξεων, που δεν είναι βέβαια εγκλήματα αλλά απλές διοικητικές παραβάσεις, για τις οποίες έπρεπε να υποβάλλονται αποκλειστικά μόνον διοικητικές κυρώσεις.
Χωρίς ουσιαστικό λόγο υπάρχει στην ελληνική πραγματικότητα πολλαπλασιασμός των δικών. Σε κάθε δίκη για αστική υπόθεση υπάρχει και μια “αδελφός ποινικοποίηση”. Είτε γιατί η αστική διαφορά μετατρέπεται σε ποινική είτε γιατί οι μάρτυρες μηνύονται για ψευδορκία είτε γιατί οι διάδικοι καταμηνύονται κλπ. Έτσι όμως πολλαπλασιάζονται άμετρα και απροσμέτρητα και ανέλεγκτα οι δίκες και από μία δίκη απορρέουν ως εκφύσεις και αποφύσεις και παραφυάδες πλήθος άλλων δικών επί δικών (και μπορεί το πλήθος να είναι ατέρμον !), με αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα της λειτουργίας των Δικαστηρίων.
Αυτά βέβαια δεν είναι αποτέλεσμα “φιλοδικίας των Ελλήνων” ! Τέτοιες “ψυχολογικές” δήθεν “εξηγήσεις” είναι μονοδιάστατες, δηλαδή δεν είναι εξηγήσεις. Βολεύουν βέβαια στο να μη κάνουν τίποτε αυτοί που παίρνουν τις νομοθετικές αποφάσεις. (Είναι σαν να εξηγείς την σημερινή συνολική παρακμή με την “Τουρκοκρατία”, που έχει περάσει εδώ και αιώνες (!), άλλη προσφιλής εξήγηση όσων δεν πράττουν τίποτε).
Όταν όμως ζεις σε μια χώρα με περίεργες νομοθεσίες, των αρχών του περασμένου αιώνα, όπου, για παράδειγμα, ο κάθε κακόβουλος επίβουλος μπορεί να ισχυρισθεί ότι το κτήμα σου ή και το σπίτι σου είναι δικό του και το έχει αποκτήσει με χρησικτησία (!), που θεπίστηκε σε διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, και να φέρει και μερικούς πληρωμένους ή υποβόλιμους ψευδομάρτυρες να το βεβαιώσουν, είναι φυσικό ότι οι δίκες θα πολλαπλασιάζονται χωρίς μέτρο, έλεγχο και λογική.
Η επιβράδυνση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης είναι φυσιολογική απόρροια τέτοιων και άλλων παραγόντων. Έτσι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καλό “πελάτη” του την Ελλάδα και την “επιβραβεύει” αναλόγως για την βραδύτητα της απονομής της Δικαιοσύνης με δαψιλείς καταδίκες !
H κατάσταση αυτή φτάνει στο οξύτερο και κορυφαίο σημείο της, όταν καταδικάζεται κάποιος και εγκλείεται στις φυλακές και όντας κρατούμενος περιμένει επί χρόνια να δικασθεί σε δεύτερο βαθμό ή να κριθεί η υπόθεσή του από τον Άρειο Πάγο.
Καθένας γνωρίζει στην Ελλάδα ότι, αν θέλει να δημιουργήσει πρόβλημα σε όποιον αντιπαθεί ή στον πρώην συνεταίρο του, με τον οποίο έχει διαφορές, ή στον γείτονά του ή σε κάποιον με τον οποίο τσακώθηκε ή σε κάποιον που απλώς θέλει να τον βλάψει, αρκεί να του κάνει μια μήνυση, κατά προτίμηση για κακούργημα ! Για να ξεμπλέξει θα περάσουν μερικά χρόνια, που θα ταλαιπωρείται και θα βρίσκεται υπόδικος ! Αυτός θα φοβάται κι ο κακόβουλος θα χαίρεται.
Προσοχή όμως: Σε πολλές περιπτώσεις οι αυτονόητες διαπιστώσεις και επισημάνσεις της πασίδηλης βραδύτητας και προτάσεις για επιτάχυνση των δικών φέρνουν (διαλεκτικά !) το αντίθετο αποτέλεσμα.
Έτσι μπορεί να επικρατήσει μια στρεβλή αντίληψη για ανάγκη ταχύτητας εκδίκασης απέναντι στην ανάγκη για ορθότητα των δικαστικών κρίσεων και ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων.
Αποφάσεις Δικαστηρίων επιβάλλουν ποινές ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης με “σκεπτικά” μιας και μιάμισυ σελίδας, που είναι απλή επανάληψη και αναπαραγωγή του κατηγορητηρίου !
Δίκες διεκπεραιώνονται σε σχετικώς λίγο ή ελάχιστο χρόνο, σε σχέση με τη βαρύτητα των υποθέσεων, και Δικαστήρια επιβάλλουν καθείρξεις ισόβιες ή πρόσκαιρες χωρίς να έχει διερευνηθεί προσηκόντως η υπόθεση.
Βεβαίως σε όλα τα παραπάνω υπάρχουν τιμητικές εξαιρέσεις. Αυτές όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα και οφείλονται, κατά κανόνα, στις προσωπικές γνώσεις, στις προσωπικές ικανότητες, στο μεράκι και στην φιλοτιμία των άξιων ανθρώπων, που υπάρχουν στο Δικαστικό όσο και στο Δικηγορικό Σώμα.
Η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΩΣ ΜΕΛΗ ΤΗΣ).
Το να συλλέγουμε “στατιστικά στοιχεία” για την κατάσταση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης είναι εύκολο αλλά χωρίς αντίκρυσμα. Το πασίδηλο και το πρόδηλο δεν χρειάζεται “επιστημονική έρευνα και εμπειρική τεκμηρίωση” για να το εννοήσεις και να το κατανοήσεις.
Τελικά αυτοί που πληρώνουν την βραδύτητα και άλλες δυσλειτουργίες του συστήματος της Δικαιοσύνης και τις πληρώνουν κυριολεκτικά (!) και μεταφορικά (!) είναι οι πολίτες υπέρ των οποίων υπάρχει και πρέπει να λειτουργει και η Δικαστική Εξουσία, όπως και όλες οι εξουσίες της Πολιτείας (αρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος).
Ακούω συνέχεια συζητήσεις, κουβεντολόγια και ευχολόγια από όλους, που επιρρίπουν ευθύνες εις αλλήλους (και στην Ελλάδα ποτέ εις εαυτούς).
Έφτασε ο καιρός να ληφθούν αποφάσεις και να γίνουν ΠΡΑΞΕΙΣ.
Οι ΠΡΑΞΕΙΣ είναι βέβαια δύσκολες και έχουν κόστος αλλά είναι οι μόνες, που λύνουν τα προβλήματα.

Τα παραπάνω τα γράφει κάποιος, που γνωρίζει την Νομική Πράξη σε όλα τα πεδία, τα επίπεδα και τις πτυχές της, και τα γράφει από ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ.
Πρέπει να τονισθεί προς εκείνους που λαμβάνουν τις νομοθετικές αποφάσεις ότι η καλή και εύρυθμη λειτουργία ή η δυσλειτουργία της Δικαιοσύνης, εκτός από κοινωνικό και οικονομικό κόστος, έχει και σημαντικό πολιτικό κόστος, που δεν φαίνεται σε πρώτη ματιά. Όταν ο ψηφοφόρος διακυβεύει στα Δικαστήρια την ελευθερία του, την περιουσία του, την τιμή του, την υπόληψή του και άλλα πολύτιμα ειδικά για τον Έλληνα αγαθά και νοιώθει ότι, αν και αδικείται, “δεν βρίσκει το δίκιο του” και έτσι τον ξανααδικούν, όταν διαμορφώνει την κρίση του για πολιτικά πρόσωπα και πράγματα θυμάται τα “οικεία κακά” και ενεργοποιείται η εμφωλεύουσα πικρία του και δεδομένου ότι ο αριθμός των εμπλεκομένων σε δίκες είναι μέγιστος στην Ελλάδα η ορθή λειτουργία ή η δυσλειτουργία της Δικαιοσύνης είναι μια αφανής πολιτική παράμετρος, που διαμορφώνει πολιική συνείδηση και πρέπει πάντοτε να την λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους οι εκάστοτε ασκούντες την πολιτική εξουσία.

Γιώργος Συλίκος